πολυκαιρία

πολυκαιρία
και πολυκαιριά, η, Ν [πολύκαρος]
μακροχρόνιο διάστημα («η καρέκλα σκέβρωσε από την πολυκαιρία»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυκαιρία — η πολύς χρόνος, μεγάλο χρονικό διάστημα: Τα φύλλα του βιβλίου κιτρίνισαν απ την πολυκαιρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάρο — (Carum). Ποώδες φυτό, ύψους 30 45 εκ., με λευκά ή –σπανιότερα– ρόδινα άνθη, που φύεται σε λιβάδια ορεινών περιοχών. Το γένος περιλαμβάνει περίπου 30 είδη, που ευδοκιμούν όλα στο βόρειο ημισφαίριο· έξι από αυτά συναντώνται και στα ελληνικά λιβάδια …   Dictionary of Greek

  • κιτρίνισμα — το [κιτρινίζω] 1. απόκτηση κίτρινου χρώματος 2. ωχρή απόχρωση λευκών υφασμάτων ή χαρτιού η οποία προέρχεται από πολυκαιρία …   Dictionary of Greek

  • κόψιμο — το (Μ κόψιμο) 1. η ενέργεια τού κόβω, κοπή («κόψιμο πίτας») 2. μείωση νεοελλ. 1. η πληγή ή το σημάδι που έμεινε από κοπή 2. ακμή κοφτερού οργάνου 3. ο τρόπος που κόπηκε κάτι ή το σχήμα που δόθηκε από την κοπή («έχουν ωραίο κόψιμο τα μαλλιά σου»)… …   Dictionary of Greek

  • παράχρωσις — ἡ, Α [παραχρώννυμι] 1. χρωματική αλλαγή τής μελωδίας, χρήση της χρωματικής κλίμακας 2. (μτφ. για χαρακτήρα) απόχρωση 3. η εικόνα που αλλοιώθηκε το χρώμα της, τα αμυδρά χρώματα που χάνουν τον αρχικό τους τόνο από την πολυκαιρία ή από άλλη αιτία …   Dictionary of Greek

  • πολυκαιρίζω — Ν [πολυκαιρία] 1. διαρκώ μεγάλο χρονικό διάστημα 2. συνεκδ. παλιώνω …   Dictionary of Greek

  • πολυκαιρινός — ή, ό, Ν [πολυκαιρία] 1. αυτός που διαρκεί πολύ καιρό, μακροχρόνιος 2. παλιωμένος («πολυκαιρινό σπίτι») …   Dictionary of Greek

  • πολυχρονία — ἡ, Α [πολυχρόνιος] μακρός χρόνος, πολύ καιρός, πολυκαιρία …   Dictionary of Greek

  • σάπιος — ια, ιo, Ν 1. αυτός που έχει σαπίσει, που έχει αποσυντεθεί, που έχει υποστεί σήψη, ο σαπρός 2. (κατ επέκτ.) φθαρμένος από την πολυκαιρία, ετοιμόρροπος, κατεστραμμένος («σάπια καρέκλα») 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσβληθεί από μια βαριά… …   Dictionary of Greek

  • φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”